- υδατάνθρακας
- sucre
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
υδατάνθρακας — ο, Ν (κυρίως στον πληθ.) οι υδατάνθρακες (βιοχ. χημ.) μέλη μιας αφθονότατης και ευρύτατα διαδεδομένης τάξης φυσικών οργανικών ουσιών και τών παραγώγων τους, που αποτελούν σπουδαιότατες από κάθε άποψη οργανικές ενώσεις, είναι ουσιώδη συστατικά… … Dictionary of Greek
υδατάνθρακας — ο (συνήθ. στον πληθ. υδατάνθρακες, οι), ομάδα οργανικών χημικών ουσιών με μεγάλη διάδοση στη φύση, που αποτελούν το κύριο συστατικό των κυττάρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεοξυριβόζη — Υδατάνθρακας (πεντόζη), με τύπο C5Η10Ο7, που αποτελεί προϊόν αναγωγής της ριβόζης, με αντικατάσταση μιας αλκοολικής ομάδας με μία μεθυλενική. Βρίσκεται στην προστετική ομάδα ορισμένων νουκλεοπρωτεϊνών και αποτελεί μέρος του δεοξυριβονουκλεϊνικού… … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
κυτταρίνη — Γραμμικός πολυσακχαρίτης ο οποίος αποτελείται από μόρια γλυκόζης, ενωμένα μεταξύ τους με β γλυκοζιτικό δεσμό. Συναντάται σε μεγάλη αφθονία στη φύση, όπου συνιστά περίπου το ένα τρίτο ολόκληρης της φυτικής ύλης. Συγκεκριμένα αποτελεί το κύριο… … Dictionary of Greek
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
υδατανθρακούχος — α, ο, θηλ. και ος, Ν (βιοχ. χημ.) αυτός που περιέχει υδατάνθρακες. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδατάνθρακας + ούχος* (< έχω)] … Dictionary of Greek
χιτίνη — η, Ν·(βιοχ.) δομικός υδατάνθρακας που απαντά στον εξωσκελετό τών αρθροπόδων, στον οποίο προσδίδει στερεότητα, ανθεκτικότητα και αδιαπερατότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chitin < χιτών] … Dictionary of Greek
χιτοζάνη — η, Ν (βιοχ.) δομικός υδατάνθρακας που απαντά ως συστατικό τών κυτταρικών τοιχωμάτων σε ορισμένους μύκητες, αλλ. μυκοσίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chitosan] … Dictionary of Greek
ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν … Dictionary of Greek